- νίωπον
- νίωπον, τὸ (Α)βλ. νέτωπον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νίωπον — oil of bitter almonds neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νέτωπον — νέτωπον, τό (ΑΜ, Α και νίωπον και νετώπιον) λάδι απο πικραμύγδαλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης και συνδέεται με εβραϊκό nātār, αραμαϊκό netāpā, nātōpā «σταγόνα από αρωματικό ρετσίνι»] … Dictionary of Greek